- ξέχειλος
- -η, -οαυτός που είναι γεμάτος ως τα χείλη, ο πλήρης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξέχειλος — η, ο 1. (για δοχεία) γεμάτος ώς τα χείλη, υπερπλήρης 2. (για υγρά) αυτός που ξεχειλίζει, που ξεπερνά τα χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + χείλος] … Dictionary of Greek
ξεχειλώνω — [ξέχειλος] 1. (για ενδύματα) χάνω τη φόρμα μου ανοίγοντας στις άκρες 2. χαλαρώνω, ανοίγω κάτι ώστε να χάσει τη φόρμα του … Dictionary of Greek
επιχειλής — ἐπιχειλής, ές (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή κοντά στα χείλη 2. ο γεμάτος σχεδόν ώς τα χείλη 3. γεμάτος ως τα χείλη, ξέχειλος 4. αυτός που τα χείλη του είναι στραμμένα προς τα μέσα όπως τών γέρων («τὴν ῥῑνα ἐπικαμπής, τὸ στόμα ἐπιχειλής» με… … Dictionary of Greek
κορυστός — κορυστός, ή, όν (Α) [κορύσσω] επιγρ. (για μέτρα) ξέχειλος, γεμάτος, σωρευτός … Dictionary of Greek
κούμουλος — η, ο (για καλάθι, δοχείο κ.λπ.) πλήρης, γεμάτος, ξέχειλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cumulus «σωρός»] … Dictionary of Greek
ξεχειλίζω — και ξεχειλώ, άω [ξέχειλος] 1. (για υγρά) ξεπερνώ τα χείλη τού δοχείου, χύνομαι απ έξω, υπερχειλίζω 2. (για ποταμούς ή για λίμνες) ανεβαίνω πάνω από την κοίτη, ξεπερνώ την κανονική στάθμη τού νερού, πλημμυρίζω 3. μτφ. (για ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
πολύφλοισβος — η, ο / πολύφλοισβος, ον, ΝΑ (για θάλασσα και για κύματα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολυτάραχος, θορυβώδης (α. «παρὰ θῖνα πολυφλοίσβιο θαλάσσης», Ομ. Ιλ. β. «πολυφλοίσβοισι θαλάσσης κύμασιν», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για μέλαθρο ή συμπόσιο) ο… … Dictionary of Greek
υπέραντλος — ον, Α 1. (για πλοίο) πλημμυρισμένος από νερό («πρός τε τὴν θάλασσαν ἤδη βαρείας καὶ ὑπεράντλου γενομένης», Πλούτ.) 2. ξέχειλος («ὑπέραντλος σιτοθήκη», Θεμίστ.) 3. καταβεβλημένος από θλίψεις και ατυχίες («χαλεπᾷ ὑπέραντλος οὖσα συμφορᾷ», Ευρ.) 4.… … Dictionary of Greek
υπέρπλεως — ων / ὑπέρπλεως, ων, ΝΜΑ και ὑπέρπλεος, ον, Ν (λόγ. τ.) εντελώς γεμάτος, ξέχειλος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέρπλεον το περίσσευμα αρχ. μολυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πλέως / πλέος «γεμάτος, πλήρης»] … Dictionary of Greek
υπερπλήρης — ες / ὑπερπλήρης, ῆρες, ΝΜΑ [πλήρης] εντελώς πλήρης, ξέχειλος. επίρρ... υπερπλήρως / ὑπερπλήρως ΝΜΑ υπέρμετρα, υπερβολικά … Dictionary of Greek